- ξυλιάζω
- cailler
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ξυλιάζω — ξυλιάζω, ξύλιασα, ξυλιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξυλιάζω — [ξύλο] 1. γίνομαι σκληρός και άκαμπτος σαν το ξύλο («ξύλιασαν τα πόδια μου από το κρύο») 2. καθιστώ κάποιον ή κάτι σκληρό και άκαμπτο όπως το ξύλο («το ξεροβόρι μού ξύλιασε τη μύτη») 3. ξυλοκοπώ, δέρνω … Dictionary of Greek
ξυλιάζω — ξύλιασα, ξυλιασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να γίνει αλύγιστος σαν ξύλο: Η παγωνιά μού ξύλιασε τα δάχτυλα. 2. αμτβ., γίνομαι αλύγιστος σαν ξύλο: Ξύλιασαν τα χέρια μου από το κρύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποξυλιάζω — 1. γίνομαι πολύ ξερός 2. ξυλιάζω τελείως απ το κρύο, παγώνω … Dictionary of Greek
ξύλιασμα — το [ξυλιάζω] το να γίνεται ένα πράγμα σκληρό και άκαμπτο σαν ξύλο … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek